μίνω

μίνω
μίνω (Α)
(αρκαδ. τ.) μένω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρκαδ. τ. τού μένω (πρβλ. πρόθ. ἐν, αρκαδ. ἰν)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Μίνω — Μί̱νω , Μίνως masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μίνῳ — Μί̱νω̆ι , Μίνως masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЛАКОНИКА —    • Laconica,          Λακωνική, страна в юго восточной части Пелопоннеса, граничила на севере с Арголидой и Аркадией, на востоке с Миртойским морем, на юге с Лаконским или Гифейским заливом, врезывавшимся в материк широкою бухтою (ο̉ Λακωνικòς… …   Реальный словарь классических древностей

  • APHAEA — Diana dicta, cuius in Aegina templum fuit. Pausan. l. 2. Britomartis a Cretensibus Dictynna vocata est, ab Aeginetis Aphaea, παρὰ τὸ ἀφεθῆναι, quod effugerit Minois vim. Hesych. Ἀφαία, ἡ Δικτυννα. ῎αρτεμις. Pausan. de Britomarti, χαίρειν δὲ ἀυτὴν …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ανισογαμία — Άνισος, μοργανατικός γάμος, δηλαδή ο νομικά έγκυρος γάμος μεταξύ ενός άντρα βασιλικής γενιάς και μιας γυναίκας χαμηλότερης τάξης, κατά τον οποίο η σύζυγος και τα παιδιά της δεν κληρονομούν τους τίτλους του συζύγου. (Βιολ.) Όρος που αναφέρεται στη …   Dictionary of Greek

  • θαλασσοκρατία — η (Α θαλασσοκρατία, αττ. τ. θαλαττοκρατία) η κυριαρχία, η ηγεμονία τών θαλασσών και ειδικότερα ο έλεγχος στις εμπορικές κυρίως οδούς ναυσιπλοΐας («ἥ τε Μίνω θαλαττοκρατία θρυλεῑται καὶ ἡ Φοινίκων ναυτιλία», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”